κεραμουργός

κεραμουργός
ο (Α κεραμουργός)
κεραμοποιός, κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός, ταπητ-ουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεραμουργούς — κεραμουργός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεραμέας — ο (ΑΜ κεραμεύς, έως) [κέραμος] αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός αρχ. 1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῑς και (αττ. τ.) Κεραμῆς ονομασία δήμου τής Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων» …   Dictionary of Greek

  • κεραμουργία — η [κεραμουργός] κεραμοποιία …   Dictionary of Greek

  • κεραμουργείο — το [κεραμουργός] κεραμοποιείο …   Dictionary of Greek

  • κεραμουργικός — ή, ό [κεραμουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμουργό ή στην κεραμουργία («κεραμουργικές εργασίες») 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμουργική η κεραμοποιία …   Dictionary of Greek

  • Αβέλι, Ξάντο Φραντσέσκο — (Xanto Francesco Avelli, περ. 1485 – 1542).Ιταλός ζωγράφος και κεραμουργός. Η περίοδος της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 1530 έως το 1540. Η τεχνική του χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη χρωματική καλαισθησία… …   Dictionary of Greek

  • Αντρεόλι, Τζιόρτζιο — (Giorgio Andreoli, τέλη 15ου – μέσα 16ου αι.). Ιταλός κεραμουργός. Η περίοδος της ακμής του προσδιορίζεται από το 1498 έως το 1552, όταν είχε αναλάβει στο Γκούμπιο τη διεύθυνση εργαστηρίου φαγεντιανών αντικειμένων. Ο Α. ανακάλυψε είδος… …   Dictionary of Greek

  • Γουέτζγουντ, Τζοσάια — (Josiah Wedgwood, Μπάρσλεμ 1730 – Χάνλεϊ 1795). Άγγλος κεραμουργός. Από το επίθετό του ονομάζονται τα κεραμικά που είναι κατασκευασμένα από γαλαζοπράσινο ή λευκό υλικό δικής του επινόησης. Εργάστηκε αρχικά στο κεραμοποιείο του πατέρα του μαζί με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”